- ὀλιγό-αιμος
ὀλιγό-αιμος, = ὀλίγαιμος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-αιμος, = ὀλίγαιμος, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
εύαιμος — η, ο (Α εὔαιμος, ον) νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που έχει υγιή σύσταση τού αίματος, ο καλόαιμος, ο καλοαίματος αρχ. αυτός που έχει πολύ αίμα («εὐαιμότερον μόριον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αιμος (< αίμα), πρβλ. άν αιμος, ολιγό αιμος] … Dictionary of Greek
πολύαιμος — η, ο / πολύαιμος, ον ΝΑ αυτός που έχει πολύ αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αιμος (< αἷμα), πρβλ. ολιγό αιμος, παχύ αιμος] … Dictionary of Greek
παχύαιμος — ον, Α αυτός που έχει πηχτό αίμα («ζῷον παχύαιμον», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + αιμος (< αἷμα), πρβλ. ολιγό αιμος] … Dictionary of Greek
όμαιμος — η, ο (Α ὅμαιμος, ον και ποιητ. τ. ὁμαίμιος, ον) ο εξ αίματος συγγενής με κάποιον («τὸ μητρὸς αἷμ, ὅμαιμον ἐκχέας πέδοι», Αισχύλ.) αρχ. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ, ἡ ὅμαιμος αδελφός, αδελφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + αιμος (< αἷμα), πρβλ.… … Dictionary of Greek