- ὀλιγ-όνειρος
ὀλιγ-όνειρος, wenig träumend, Iambl. V. P. 14, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγ-όνειρος, wenig träumend, Iambl. V. P. 14, 114.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ψευδόνειρος — ον, Α αυτός που βλέπει ψεύτικο όνειρο, όνειρο που δεν επαληθεύεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + όνειρος (< ὄνειρον), πρβλ. ὀλιγ όνειρος] … Dictionary of Greek
πολυόνειρος — ον, Α αυτός που βλέπει πολλά όνειρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ὄνειρον (βλ. λ. ὄναρ), πρβλ. ολιγ όνειρος] … Dictionary of Greek