- ὀλιγό-βιος
ὀλιγό-βιος, von kurzem Leben, ζῶον, S. Emp. a, dv. gramm. 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-βιος, von kurzem Leben, ζῶον, S. Emp. a, dv. gramm. 73.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οιόβιος — οἰόβιος, ον (Α) 1. αυτός που ζει μόνος 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «αὐθαίρετος, μονότροπος, μεμονωμένος τῷ λογισμῷ, ἐκτὸς φρενῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βίος (πρβλ. ολιγό βιος)] … Dictionary of Greek