- ὀλιγό-χῡμος
ὀλιγό-χῡμος, mit wenigem Safte, Xenocr. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-χῡμος, mit wenigem Safte, Xenocr. 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύχυμος — η, ο / πολύχυμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πολύ χυμό, πολύχυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + χυμός (πρβλ. ολιγό χυμος)] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek