- ὀλιγό-χῡλος
ὀλιγό-χῡλος, mit wenigem Safte, Ath. III, 120 e, neben ὀλιγότροφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-χῡλος, mit wenigem Safte, Ath. III, 120 e, neben ὀλιγότροφος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόχυλος — κακόχυλος, ον (Α) (για φρούτα, κρέας, φαγητά) αυτός που έχει κακό χυλό ή χυμό, άσχημη ουσία, άνοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χυλος (< χυλός), πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος] … Dictionary of Greek
μελάγχυλος — μελάγχυλος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο χυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + χυλός (πρβλ. γλυκύ χυλος, ολιγό χυλος)] … Dictionary of Greek