- ὀλιγό-χοος
ὀλιγό-χοος, wenig ausgießend, Arist. gen. an. 3, 7 im compar. ὀλιγοχούστερος, wie Theophr. von Feldfrüchten, wenig Ertrag gebend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-χοος, wenig ausgießend, Arist. gen. an. 3, 7 im compar. ὀλιγοχούστερος, wie Theophr. von Feldfrüchten, wenig Ertrag gebend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύχους — ουν, και πολύχοος, και πουλύχοος, οον, ή πολυχόοος, όον, Α 1. αυτός που χύνει ή που παράγει πολλά 2. (για καρπούς, σπαρτά και ζώα) γόνιμος («το καταβληθέν πολύχουν ἀποδίδωσιν», Ιώσ.) 3. αυτός που υπάρχει σε μεγάλη ποσότητα, αυτός που μπορεί να… … Dictionary of Greek