- ὀλιγό-τριχος
ὀλιγό-τριχος, = ὀλιγόϑριξ, Arist. H. A. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-τριχος, = ὀλιγόϑριξ, Arist. H. A. 2, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύτριχος — εὔτριχος, ον (Α) εὖθριξ*, με ωραίες τρίχες, καλότριχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τριχος (< θριξ, τριχός), πρβλ. καλλί τριχος, ολιγό τριχος] … Dictionary of Greek
κοντότριχος — η, ο (Μ κοντότριχος, η, ον) αυτός που έχει κοντά μαλλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * τριχος (< τρίχα), πρβλ. ολιγό τριχος, πολιό τριχος] … Dictionary of Greek
ρινοτριχία — η, Ν υπερτρίχωση τής μύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + τριχία (< τριχος < τρίχα), πρβλ. ολιγο τριχία] … Dictionary of Greek