- ὀλιγό-σῑτος
ὀλιγό-σῑτος, wenig essend, Pherecrat. bei Ath. VI, 248 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-σῑτος, wenig essend, Pherecrat. bei Ath. VI, 248 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετριόσιτος — μετριόσιτος, ον (Α) αυτός που τρώγει μέτρια, εγκρατής στο φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + σιτος (< σῖτος), πρβλ. ολιγό σιτος] … Dictionary of Greek
μονόσιτος — μονόσιτος, ον (Α) αυτός που τρώγει μία μόνο φορά την ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + σιτος (< σῖτος), πρβλ. ολιγό σιτος] … Dictionary of Greek
χιλιόσιτος — ον, Μ αυτός που περιέχει μεγάλη ποσότητα σιταριού («χιλιόσιτα πλουτῶν σιτοδοχεῑα», Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + σῖτος (πρβλ. κακό σιτος, ὀλιγό σιτος)] … Dictionary of Greek
ομόσιτος — η, ο (Α ὁμόσιτος, ον) αυτός που τρώει μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο τραπέζι, ομοτράπεζος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σῖτος (πρβλ. ολιγό σιτος)] … Dictionary of Greek
πολύσιτος — ον, Α 1. (για πρόσ. ή για χώρα) αυτός που έχει αφθονία σίτου («δι ὃ καὶ ή Σικελία πολύσιτος», θεόφρ.) 2. αυτός που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής, πολυφαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σῖτος (πρβλ. ολιγό σιτος)] … Dictionary of Greek
κουφοσιτία — κουφοσιτία, ἡ (Α) το να ζει κάποιος με ελαφρά τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + σιτία (< σιτῶ < σιτος < σῖτος), πρβλ. ολιγο σιτία, παρα σιτία] … Dictionary of Greek
σπανοσιτία — και σπανισιτία, ἡ, Α έλλειψη σιτηρών και, γενικά, τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάνιος + σιτία (< σῖτος), πρβλ. ὀλιγο σιτία] … Dictionary of Greek