- ὀλιγό-τροφος
ὀλιγό-τροφος, wenig nährend, Theophr. u. oft bei Ath., z, B. II, 68 f; auch = wenig essend, Arist. part. an. 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-τροφος, wenig nährend, Theophr. u. oft bei Ath., z, B. II, 68 f; auch = wenig essend, Arist. part. an. 4, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπαρότροφος — λιπαρότροφος, ον (Α) αυτός που τόν έχουν ταΐσει πάρα πολύ, εύσαρκος, παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης λαμπός» + τροφος (< τρέφω), πρβλ. ολιγό τροφος] … Dictionary of Greek