- ὀλιγό-πῡρος
ὀλιγό-πῡρος, mit wenig Weizen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-πῡρος, mit wenig Weizen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπυρος — (I) ον, Α (για εύφορες χώρες) αυτός που παράγει πολύ σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. ολιγό πυρος)]. (II) η, ο / πολύπυρος, ον, ΝΑ ο γεμάτος φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < [i]πολυ * + πυρος (< πῦρ, πυρός «φωτιά»), πρβλ. ολιγό πυρος… … Dictionary of Greek
ισόπυρος — ἰσόπυρος, ον (ΑΜ) μσν. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἰσόπυρα ισότιμα, ισάξια αρχ. 1. (για φορολογούμενα προϊόντα) αυτός που θεωρείται ισάξιος με το σιτάρι 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόπυρον είδος φυτού που φυτρώνει στα έλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πυρος… … Dictionary of Greek