ὀλιγό-ποτος

ὀλιγό-ποτος

ὀλιγό-ποτος, wenig trinkend, dem διψητικός entgegengesetzt, Arist. H. A. 8, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδύποτο — Γλυκό αλκοολούχο ποτό που έχει αρωματιστεί με διάφορα φυσικά ή συνθετικά αρώματα. Το η. παρασκευάζεται χωρίς ζύμωση, με ανάμιξη αλκοόλης, νερού, αρωματικών υλών και ζάχαρης. Οι σπουδαιότεροι μέθοδοι παρασκευής είναι τρεις: η μέθοδος της απόσταξης …   Dictionary of Greek

  • θερείποτος — θερείποτος, ον (Α) αυτός που ποτίζεται, που βρέχεται κατά το καλοκαίρι («θερείποτοι γύαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θέρειος + ποτος < πίνω, πρβλ. νεό ποτος, ολιγό ποτος] …   Dictionary of Greek

  • νεόποτος — νεόποτος, ον (Α) αυτός που ήπιε πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ποτός (< θ. ποτού πίνω), πρβλ. ολιγό ποτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”