ὀλιγό-πνους

ὀλιγό-πνους

ὀλιγό-πνους, wenig athmend, Hesych. v. ἀζαλής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πολύπνους — ουν και πολύπνοος, ον, Α 1. αυτός που πνέει, που φυσάει με σφοδρότητα 2. πολύ ευώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πνους / πνοος (< πνοή), πρβλ. ολιγό πνους / ολιγό πνοος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίπνους — καλλίπνους, ουν και οος, οον (AM) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή, που ευωδιάζει αρχ. εκείνος που βγάζει μελωδικό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πνους (< πνοῦς «πνοή»), πρβλ. μικρό πνους, ολιγό πνους] …   Dictionary of Greek

  • ισόπνους — ἰσόπνους, ουν (Μ) αυτός που έχει ίση πνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πνους (< πνοή < πνέω), πρβλ. καλλί πνους, ολιγό πνους] …   Dictionary of Greek

  • ροδόπνους — ουν και ῥοδόπνοος, ον, Α αυτός που αποπνέει άρωμα ρόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πνους / πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. μικρό πνους, ολιγό πνους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”