- ὀλιγό-παις
ὀλιγό-παις, αιδος, wenige Kinder habend, neben ἄπαις Plat. Legg. XI, 930 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀλιγό-παις, αιδος, wenige Kinder habend, neben ἄπαις Plat. Legg. XI, 930 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύπαις — αιδος, ὁ, ἡ, Α 1. πολύτεκνος 2. μτφ. (για την Τύρο) αυτή που έχει πολλές αποικίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + παῖς, παιδός (πρβλ. ολιγό παις)] … Dictionary of Greek