ὀλιγό-σπερμος

ὀλιγό-σπερμος

ὀλιγό-σπερμος, mit wenig Samen, Arist. gen. an. 1, 18; Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υγρόσπερμος — ον, Α αυτός που έχει υγρό σπέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. λεπτό σπερμος, ολιγό σπερμος] …   Dictionary of Greek

  • πάνσπερμος — ον, Α αυτός που αποτελείται από κάθε είδους σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. ολιγό σπερμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”