- ἀλιτροσύνη
ἀλιτροσύνη, ἡ, Frevel, Sünde, Ap. Rh. 4, 699 im plur; sp. D..
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀλιτροσύνη, ἡ, Frevel, Sünde, Ap. Rh. 4, 699 im plur; sp. D..
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αλιτροσύνη — ἀλιτροσύνη, η (Α) [ἀλιτρός] η ἀλιτρία* … Dictionary of Greek
ἀλιτροσύνη — ἀλιτρία sinfulness fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀλιτροσύνη fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύνας — ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτρία sinfulness fem acc pl ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτρία sinfulness fem gen sg (doric aeolic) ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτροσύνη fem acc pl ἀλιτροσύνᾱς , ἀλιτροσύνη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλιτρός — ἀλιτρός, όν (Α) 1. (και ως ουσ.) αμαρτωλός, κακός, ασεβής, ανόσιος 2. δόλιος, πονηρός, πανούργος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀλιτρά ανόσια έργα, αμαρτίες, αδικήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιταίνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτραίνω, ἀλιτρία, ἀλιτροσύνη, ἀλιτρῶ … Dictionary of Greek
ἀλιτροσύναι — ἀλιτρία sinfulness fem nom/voc pl ἀλιτροσύνᾱͅ , ἀλιτρία sinfulness fem dat sg (doric aeolic) ἀλιτροσύνᾱͅ , ἀλιτροσύνη fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύναις — ἀλιτρία sinfulness fem dat pl ἀλιτροσύνη fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύνην — ἀλιτρία sinfulness fem acc sg (attic epic ionic) ἀλιτροσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύνης — ἀλιτρία sinfulness fem gen sg (attic epic ionic) ἀλιτροσύνη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλιτροσύνῃσι — ἀλιτρία sinfulness fem dat pl (epic ionic) ἀλιτροσύνη fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)