ἀλετρίς

ἀλετρίς

ἀλετρίς, ίδος, mahlend, Hom. einmal, γυνή Od. 20, 105; Callim. Del. 242. – Bei Ar. Lys. 653 Ehrenjungfrauen, die das Mehl zu den Opfern mahlen mußten; bei Hesych. ἀλέτριαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αλετρίς — ἀλετρίς ( ίδος), η (AM) 1. δούλα που άλεθε σίτο 2. παρθένος από αρχοντικό οίκο τής Αθήνας, που άλεθε για τα πόπανα τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶ αξίζει να σημειωθεί ότι στον Όμηρο δεν απαντά αντίστοιχο αρσενικό τής λ. ἀλετρίς, πράγμα που οδηγεί… …   Dictionary of Greek

  • ἀλετρίς — female slave who grinds corn fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλετρίδα — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλετρίδες — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλετρίδι — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλετρίδος — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλετρίδων — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεστρίς — ἀλεστρίς ( ίδος), η (Α) η γυναίκα που αλέθει, η μυλωνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀλετρίς*] …   Dictionary of Greek

  • αλετρεύω — (I) ἀλετρεύω (Α) [ἀλετρίς] αλέθω. (II) οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του ο σε ε και ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ . ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής] …   Dictionary of Greek

  • αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… …   Dictionary of Greek

  • επαλετρεύω — ἐπαλετρεύω (Α) αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλετρεύω (< αλετρίς < αλώ «αλέθω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”