βέβαιος — firm masc nom sg βέβαιος firm masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βέβαιος — η, ο (AM βέβαιος, α, ον) 1. (για πράγμα) αναμφισβήτητος, αναμφίβολος, σίγουρος 2. (για πρόσωπο) σταθερός νεοελλ. (για πρόσωπο) εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά, ο πεπεισμένος για κάτι αρχ. μσν. το ουδ. ως ουσ. βέβαιον, το βεβαιότητα, σταθερότητα… … Dictionary of Greek
βέβαιος — η, ο επίρρ. βέβαια και βεβαίως αντίθ. αβέβαιος 1. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, ο αδιαμφισβήτητος: Η εισαγωγή του στο πανεπιστήμιο είναι βέβαιη. 2. αυτός που είναι σίγουρος, πεισμένος για κάτι γιατί το γνωρίζει καλά: Είμαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. — χρόνια βέβαιος μάρτυς ἐς ἀλήθειαν. См. Давность не малый свидетель … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
βεβαιότερον — βέβαιος firm adverbial comp βέβαιος firm masc acc comp sg βέβαιος firm neut nom/voc/acc comp sg βέβαιος firm adverbial comp βέβαιος firm masc acc comp sg βέβαιος firm neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιοτάτων — βέβαιος firm fem gen superl pl βέβαιος firm masc/neut gen superl pl βέβαιος firm fem gen superl pl βέβαιος firm masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιοτέραις — βέβαιος firm fem dat comp pl βεβαιοτέρᾱͅς , βέβαιος firm fem dat comp pl (attic) βέβαιος firm fem dat comp pl βεβαιοτέρᾱͅς , βέβαιος firm fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιοτέρων — βέβαιος firm fem gen comp pl βέβαιος firm masc/neut gen comp pl βέβαιος firm fem gen comp pl βέβαιος firm masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότατα — βέβαιος firm adverbial superl βέβαιος firm neut nom/voc/acc superl pl βέβαιος firm adverbial superl βέβαιος firm neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιότατον — βέβαιος firm masc acc superl sg βέβαιος firm neut nom/voc/acc superl sg βέβαιος firm masc acc superl sg βέβαιος firm neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαίως — βέβαιος firm adverbial βέβαιος firm masc acc pl (doric) βέβαιος firm adverbial βέβαιος firm masc/fem acc pl (doric) βεβαιόω confirm imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)