- ἀν-έν-δεκτος
ἀν-έν-δεκτος, unzulässig, unmöglich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έν-δεκτος, unzulässig, unmöglich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
δεκτός — to be received masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτός — και δεχτός, ή, ό (AM δεκτός, ή, όν) [δέχομαι] ο αποδεκτός, ο παραδεκτός (α. «η πρόταση έγινε δεκτή» β. «οὐδεὶς προφήτης δεκτὸς ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ», ΚΔ) νεοελλ. 1. εκείνος τον οποίο δέχεται σε ακρόαση αξιωματούχος ή προϊστάμενος στην ιεραρχία 2.… … Dictionary of Greek
δεκτός — ή, ό αυτός που τον δέχεται, τον παραδέχεται κάποιος, ευπρόσδεκτος, ευάρεστος: Η πρόταση του έγινε ομόφωνα δεκτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεκτά — δεκτός to be received neut nom/voc/acc pl δεκτά̱ , δεκτός to be received fem nom/voc/acc dual δεκτά̱ , δεκτός to be received fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτότερον — δεκτός to be received adverbial comp δεκτός to be received masc acc comp sg δεκτός to be received neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτόν — δεκτός to be received masc acc sg δεκτός to be received neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκταί — δεκτός to be received fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτοῖς — δεκτός to be received masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτοί — δεκτός to be received masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτοῦ — δεκτός to be received masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεκτούς — δεκτός to be received masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)