- ἀν-έν-δυτος
ἀν-έν-δυτος, nicht angezogen, Hesych. v. ἄφαρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έν-δυτος, nicht angezogen, Hesych. v. ἄφαρος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τρωγλόδυτος — ον, Α (για ζώα) αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές, τρωγλοδυτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + δυτος (< δύω), πρβλ. ρακό δυτος] … Dictionary of Greek