ἀν-έκαθεν

ἀν-έκαθεν

ἀν-έκαθεν, a) von oben herab, = ἄνωϑεν, u. damit vrbdn, Aesch. Ch. 421; vgl. 315; Eum. 347; ἡ ἀν. φορά Plut. Num. 13. – b) von der Zeit, von Alters, von den Ahnen her, ursprünglich, oft bei Her., auch ἀνέκαϑε, z. B. ἔοντες ἀνέκαϑεν Πύλιοι 5, 65; τὰ ἀνέκαϑεν 6, 35; ἔσαν τὰ ἀν. λαμπροί 6, 125; τὸ ἀνέκαϑεν Ἀργείων ἄποικοι γεγόνασι Pol. 16, 12, 2, der auch ἀν. κατηγορεῖν, ποιεῖσϑαι τὴν ἐξήγησιν sagt, 5, 16, 6. 2, 35, 10, von Anfang an.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • έκαθεν — ἕκαθεν (Α) επίρρ. 1. από μακριά 2. μακριά …   Dictionary of Greek

  • ἕκαθεν — from afar indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HECAERGE — nympha Claud. in 2. Cons. Stilich. Carm. 24. v. 253. Metuenda feris Hecaerge Et soror, optatum numen venantibus, Opis. Callimach. Οὖπις το Λοξώ τε καὶ εὐαίων Ε῾καέργη. Nic. Lloyd. Eadem cum Hecate, Voss. Sicut enim Apollo Ε῾κάεργος quasi ὁ τὰ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ουρίζω — (I) οὐρίζω (Α) ιων. τ. βλ. ορίζω. (II) (Α οὐρίζω) [ούρος (II)] πιθ. ταξιδεύω με ούριο άνεμο αρχ. 1. (σχετικά με λόγια και ευχές) μεταφέρω με ούριο άνεμο («τύχοιμ ἂν ἕκαθεν οὐρίσας ἔνθα σ ἔχουσιν εὐναί», Αισχύλ.) 2. οδηγώ κάτι με αίσιο τρόπο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”