ἀν-έκ-θυτος

ἀν-έκ-θυτος

ἀν-έκ-θυτος, durch kein Opfer auszusöhnen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ζωοθυτοκαρδιηπατοσκόπος — ζῳοθυτοκαρδιηπατοσκόπος, ὁ (Α) αυτός που παρατηρεί, που εξετάζει τις καρδιές και τα ήπατα τών σφαγίων στις ζωοθυσίες για μαντεία, ο μάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζωο θυτον (< ζω(ο) [ΙΙ]* + θυτος < θύω, πρβλ. ειδωλό θυτος, καλλί θυτος) + καρδία +… …   Dictionary of Greek

  • θεόθυτος — θεόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία στους θεούς, ο θυσιασμένος στους θεούς 2. (το ουδ, ως ουσ.) τό θεόθυτον το θύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί θυτος, πάν θυτος] …   Dictionary of Greek

  • ιερόθυτος — ἱερόθυτος, ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται σε θυσίες ή προέρχεται από θυσίες («ἱερόθυτος θάνατος», Πίνδ.) 2. ο αφιερωμένος σε θεό 3. αυτός που θυσιάστηκε για την πατρίδα ή για κάποιο ιερό σκοπό 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερόθυτα τα θύματα.… …   Dictionary of Greek

  • κακόθυτος — κακόθυτος, ον (Α) αυτός που προσφέρει κακές θυσίες, που θυσιάζει κακώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θυτος (< θύω), πρβλ. ιερό θυτος, φιλό θυτος] …   Dictionary of Greek

  • καλλίθυτος — καλλίθυτος, ον (Α) αυτός που θυσιάστηκε με καλούς οιωνούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + θυτος (< θύω), πρβλ. κακό θυτος, πρωτό θυτος] …   Dictionary of Greek

  • κτηνόθυτος — κτηνόθυτος, ον (Α) (για θυσία) αυτή στην οποία θυσιάζονται κτήνη ή κατοικίδια ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + θυτος (< θύω), πρβλ. θεό θυτος, ιερό θυτος] …   Dictionary of Greek

  • πολύθυτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με πολλές θυσίες («θέσπις σοι πολύθυτος ἀεὶ τιμά κραίνεται», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θυτος (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. ιερό θυτος, καλλί θυτος] …   Dictionary of Greek

  • θυτείον — θυτεῑον, τὸ (Α) ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. *θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά θυτος]) + κατάλ. είον (πρβλ. αστεροσκοπ είον, ιερ είον)] …   Dictionary of Greek

  • θυτικός — θυτικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θυσία ή είναι χρήσιμος για τη θυσία 2. αυτός που επιδίδεται σε θυσίες 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ θυτική (ενν. τέχνη) η μαντική, η τέχνη τού ιεροσκόπου, τού μάντη 4. φρ. «θυτική μαντεία» η μαντεία… …   Dictionary of Greek

  • νεόθυτος — νεόθυτος, ον (Α) αυτός που προσφέρθηκε ως θυσία πρόσφατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + θυτος (< θύω), πρβλ. καλλί θυτος] …   Dictionary of Greek

  • πάνθυτος — ον, Α αυτός που εορτάζεται με κάθε είδους θυσίες, ο σεβαστός από όλους («θεῶν δ αὖ πάνθυτα θέσμι ἐξήνυσ «, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θυτος (< θύω), πρβλ. πολύ θυτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”