ἀν-έκ-δοτος

ἀν-έκ-δοτος

ἀν-έκ-δοτος, 1) von einem Mädchen, nicht verheirathet, Lys. 13, 45; Dem. 45, 74. – 2) nicht herausgegeben, nicht bekannt gemacht, Cic. Attic. 2, 6. 14, 17; βίβλος D. Sic. 1, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δοτός — granted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτός — ή, ό (AM δοτός, ή, όν) [δίδωμι] αυτός που έχει δοθεί ή μπορεί να δοθεί νεοελλ. φρ. «δοτός πρωθυπουργός», «δοτός πρόεδρος», «δοτή διοίκηση» κ.λπ. πρωθυπουργός, πρόεδρος, διοικητικό συμβούλιο κ.λπ. τού οποίου η ανάδειξη έχει μεθοδευθεί άνωθεν… …   Dictionary of Greek

  • δοτά — δοτός granted neut nom/voc/acc pl δοτά̱ , δοτός granted fem nom/voc/acc dual δοτά̱ , δοτός granted fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτόν — δοτός granted masc acc sg δοτός granted neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτοί — δοτός granted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτῇ — δοτός granted fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτή — δοτός granted fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοτήν — δοτός granted fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόσδοτος — θεόσδοτος, ον (AM) αυτός που δόθηκε από θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. θεόσ δοτος (αντί τού ορθού θεό δοτος) < θεός + δοτος (< δίδωμι, πρβλ. αν επί δοτος, έκ δοτος) κατ αναλογία προς το διόσ δοτος*] …   Dictionary of Greek

  • ημερόδοτος — ἡμερόδοτος, ον (Μ) αυτός που παρέχεται για μία ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + δοτος (< δίδω μι), πρβλ. έκ δοτος, ετοιμο παρά δοτος] …   Dictionary of Greek

  • θεόδοτος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αρχιτέκτονας και γλύπτης (4ος αι. π.Χ.). Πήρε μέρος στις εργασίες για την κατασκευή του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. 2. Μακεδόνας ναύαρχος του Αντίγονου (; – 315 π.Χ.). Το 315 ναυμάχησε με τον ναύαρχο του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”