- ἀν-έκ-φυκτος
ἀν-έκ-φυκτος, unentrinnbar, App.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έκ-φυκτος, unentrinnbar, App.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυκτός — to be shunned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκτός — ή, όν, Α (ποιητ. τ.) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να αποφύγει, φευκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. φεύγω* + κατάλ. τος* τών ρηματ. επιθ. με τροπή τού γ σε κ προ τού τ ] … Dictionary of Greek
φυκτά — φυκτός to be shunned neut nom/voc/acc pl φυκτά̱ , φυκτός to be shunned fem nom/voc/acc dual φυκτά̱ , φυκτός to be shunned fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκτόν — φυκτός to be shunned masc acc sg φυκτός to be shunned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκταί — φυκτός to be shunned fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυκτοῦ — φυκτός to be shunned masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άφυκτος — ἄφυκτος, ον (Α) 1. αφεύγατος, αναπόφευκτος 2. (για ερώτηση, λόγο κ.λπ.) αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να ξεφύγει, που δεν παίρνει από υπεκφυγές 3. ο ανίκανος να διαφύγει. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φυκτός «αυτός που μπορεί κανείς να… … Dictionary of Greek
ευαπόφυκτος — εὐαπόφυκτος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει, που ξεφεύγει εύκολα, ο ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο φυκτος (< απο φευγω), τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα φυγ τής ρ. φευγ (πρβλ. αόρ. β ἔ φυγ ον)] … Dictionary of Greek
φύκτιμος — ον, Α φύξιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού φύξιμος*, πιθ. αναλογικά προς τα φυκτός, φευκτός] … Dictionary of Greek