- ἀν-έκ-φευκτος
ἀν-έκ-φευκτος, unentrinnbar; akt., der nicht entfliehen kann, Plut. δοῦλος Superst. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έκ-φευκτος, unentrinnbar; akt., der nicht entfliehen kann, Plut. δοῦλος Superst. 4.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φευκτός — to be shunned masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φευκτός — ή, ό / φευκτός, ή, όν, ΝΑ [φεύγω] νεοελλ. αυτός τον οποίο μπορεί να αποφύγει κανείς αρχ. 1. αυτός τον οποίο πρέπει ν αποφεύγει κανείς («ὀρέγεται τῶν φευκτῶν», Λουκιαν.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διαφύγει («ἀγγελίαν ἄτλαταν οὐδὲ φευκτάν» … Dictionary of Greek
φευκτά — φευκτός to be shunned neut nom/voc/acc pl φευκτά̱ , φευκτός to be shunned fem nom/voc/acc dual φευκτά̱ , φευκτός to be shunned fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φευκτότερον — φευκτός to be shunned adverbial comp φευκτός to be shunned masc acc comp sg φευκτός to be shunned neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φευκτῶν — φευκτός to be shunned fem gen pl φευκτός to be shunned masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φευκτόν — φευκτός to be shunned masc acc sg φευκτός to be shunned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φευκτότατον — φευκτός to be shunned masc acc superl sg φευκτός to be shunned neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φευκταῖς — φευκτός to be shunned fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φευκταί — φευκτός to be shunned fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φευκτοτάτη — φευκτός to be shunned fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φευκτοῖς — φευκτός to be shunned masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)