ἀν-έκ-φραστος

ἀν-έκ-φραστος

ἀν-έκ-φραστος, unaussprechlich, Xen. Mem. 4, 3, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φραστός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραστήν — φραστός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύφραστος — εὔφραστος, ον (Α) 1. ευκολοπρόφερτος, και κατ επέκτ. ευνόητος, κατανοητός, καταληπτός («δεῑ εὐανάγνωστον εἶναι τὸ γεγραμμένον καὶ εὔφραστον», Αριστοτ.) 2. σαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φραστος (< φράζω «ομιλώ, λέγω»), πρβλ. ά φραστος, πολύ… …   Dictionary of Greek

  • θεόφραστος — I (Ερεσσός Λέσβου 372; – 287; π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν ο διασημότερος μαθητής του Αριστοτέλη, ο οποίος τον υπέδειξε ως διάδοχό του στη διεύθυνση του Λυκείου. Έζησε στην Αθήνα, εκτός από μία σύντομη περίοδο απομάκρυνσής του (307), ύστερα από τη νίκη …   Dictionary of Greek

  • πολύφραστος — ον, Α 1. αυτός για τον οποίο γίνεται πολύς λόγος, περίφημος, περιλάλητος 2. πολύ φρόνιμος και συνετός, πολυφραδής («πολύφραστοι ἵπποι», Παρμ.) 3. αυτός που έχει επινοηθεί με επιδέξιο τρόπο, πανούργος («πολύφραστοι δόλοι», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • κακόφραστος — κακόφραστος, ον (Α) (σχόλ.) κακοφραδής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φραστος (< φράζω), πρβλ. πολύ φραστος] …   Dictionary of Greek

  • ταχύφραστος — ον, Μ αυτός που λέγεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + φραστος (< φράζω / φράζομαι «μιλώ, διανοούμαι»), πρβλ. κακό φραστος] …   Dictionary of Greek

  • υψιστόφραστος — ον, Α αυτός για τον οποίο πρέπει να μιλήσει κανείς με μεγαλοπρεπείς φράσεις («ὑψιστόφραστος σταυρός», Ψ Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψιστος + φραστός (< φράζω «μιλώ»), πρβλ. πολύ φραστος] …   Dictionary of Greek

  • φραστῶν — φράστης eloquens masc gen pl φραστός fem gen pl φραστός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιδιόφραστος — παιδιόφραστος, ον (Μ) φρ. «Παιδιόφραστος διήγησις τών τετραπόδων ζῴων» τίτλος δημώδους στιχουργήματος, πιθ. τού 14ου αιώνα, που περιγράφει συνέλευση όλων τών τετραπόδων, σαρκοφάγων και φυτοφάγων, υπό την προεδρία τού λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φραστικός — ή, ό / φραστικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φράση (α. «φραστικοί τρόποι» β. «φραστικά σφάλματα» γ. «φραστικό πυροτέχνημα») αρχ. 1. ο κατάλληλος να δηλώσει, να εκφράσει κάτι 2. εκφραστικός, εύγλωττος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”