- ἀν-έφ-ικτος
ἀν-έφ-ικτος, unerreichbar, unmöglich, Luc. Hermot. 67; Plut.; Schol. Il. 11, 799.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έφ-ικτος, unerreichbar, unmöglich, Luc. Hermot. 67; Plut.; Schol. Il. 11, 799.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ικτός — ἰκτός, ή, όν (Μ) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰκ τός το ικ ανάγεται προφανώς στη μηδενισμένη βαθμίδα *wik τής ρίζας *weik «αποδεικνύομαι αληθής» τών ἔοικα, εἴκω] … Dictionary of Greek
προσικτός — ή, όν, Α 1. εφικτός 2. προσιτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ικτός (< θ. ικτών ἵκω, ἱκνοῦμαι), πρβλ. εφ ικτός)] … Dictionary of Greek
υδατόμικτος — η, ο / ὑδατόμ(ε)ικτος, ον, ΝΜ υδατομιγής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + μ(ε)ικτος (< μικτός < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. θηρό μικτος] … Dictionary of Greek
ανέρεικτος — ἀνέρεικτος (κ. ικτος), ον (Α) αυτός που δεν έχει αλεστεί, ακοπάνιστος, άτριφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ερειχτός «αλεσμένος» < ερείκω «σχίζω, κοπανίζω»] … Dictionary of Greek
ευέφικτος — εὐέφικτος, ον (Α) ο ευκολοκατόρθωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εφ ικτός (< εφ ικνούμαι «τείνω, σκοπεύω»)] … Dictionary of Greek
ικταίος — ἱκταῑος, α, ον (Α) ικέσιος, ικετήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρηματ. επίθ. ικτος (< ἱκνοῡμαι, ἵκω) + επίθημα αιος (πρβλ. εὐκτός > εὐκτ αίος)] … Dictionary of Greek
σωματομιξία — και σωματομειξία, ἡ, Μ σαρκική μίξη, συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + μ[ε]ιξία (< μ[ε]ικτος < μ[ε]ίγνυμι), πρβλ. θυγατρο μιξία] … Dictionary of Greek