- ἀν-έφ-απτος
ἀν-έφ-απτος, nicht anzurühren, ἀνέπαφος, bes. wer nicht als Sklav fortgeführt werden darf, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έφ-απτος, nicht anzurühren, ἀνέπαφος, bes. wer nicht als Sklav fortgeführt werden darf, Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἁπτός — tangible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απτός — ή, ό (AM ἀπτός, ή, όν) [άπτω] ο χειροπιαστός, ο ψηλαφητός … Dictionary of Greek
απτός — ή, ό αυτός που μπορεί κανείς να εγγίσει, χειροπιαστός: Δεν υπάρχουν απτές αποδείξεις για την ενοχή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἁπτά — ἁπτός tangible neut nom/voc/acc pl ἁπτά̱ , ἁπτός tangible fem nom/voc/acc dual ἁπτά̱ , ἁπτός tangible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτῶν — ἁπτός tangible fem gen pl ἁπτός tangible masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτόν — ἁπτός tangible masc acc sg ἁπτός tangible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπταῖς — ἁπτός tangible fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπταί — ἁπτός tangible fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτοῖς — ἁπτός tangible masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτοί — ἁπτός tangible masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁπτοῦ — ἁπτός tangible masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)