- ἀ-νέφελος
ἀ-νέφελος, unbewölkt, wolkenleer, αἴϑρη Od. 6, 45; übertr., unverhüllt, offen, κακόν Soph. El. 1258; νύξ Plut. Arat. 21. [Ep. ᾱ].
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-νέφελος, unbewölkt, wolkenleer, αἴϑρη Od. 6, 45; übertr., unverhüllt, offen, κακόν Soph. El. 1258; νύξ Plut. Arat. 21. [Ep. ᾱ].
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερνέφελος — ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από τις νεφέλες, ύπερνεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. συν νέφελος, ὑπο νέφελος] … Dictionary of Greek
παννέφελος — ον, Α καλυμμένος ολόκληρος από σύννεφα, εντελώς συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολύ νέφελος] … Dictionary of Greek
παχυνέφελος — ον, Μ αυτός που έχει χοντρά σύννεφα («τὸ πρόσωπο τοῡ...ἡλίου ἀχλύες παχυνέφελοι θολοῡσι», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. πολυ νέφελος] … Dictionary of Greek
πολυνέφελος — ον, και δωρ. τ. πολυνεφέλας, Α (ως προσωνυμία τού Ουρανού) αυτός που έχει πολλά νέφη, πολύ νεφελώδης, καλυμμένος με σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. α νέφελος] … Dictionary of Greek
συννέφελος — ον, Α σκεπασμένος με σύννεφα (α. «συννέφελος ἀήρ», Πολυδ. β. «τὰ ἐκ τοῡ οὐρανοῡ συννεφελα ὄντα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. υπο νέφελος] … Dictionary of Greek
υπονέφελος — ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τα σύννεφα 2. (για τον καιρό) νεφελώδης·3. (για ούρα) αυτός που έχει θολερή εμφάνιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. περι νέφελος] … Dictionary of Greek
περινέφελος — ον, Α σκεπασμένος ολόγυρα με σύννεφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + νέφελος (< νεφέλη)] … Dictionary of Greek