- ἀν-έριστος
ἀν-έριστος, unbestritten, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-έριστος, unbestritten, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριστός — ἐριστός, ή, όν (Α) [ερίζω] αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῑ τοῑς δυνατοῑς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» δεν πρέπει να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, Σοφ.) … Dictionary of Greek
ἐριστός — that may be contested masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστόν — ἐριστός that may be contested masc acc sg ἐριστός that may be contested neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστά — ἐριστά̱ , ἐριστής wrangler masc nom/voc/acc dual ἐριστής wrangler masc voc sg ἐριστής wrangler masc nom sg (epic) ἐριστός that may be contested neut nom/voc/acc pl ἐριστά̱ , ἐριστός that may be contested fem nom/voc/acc dual ἐριστά̱ , ἐριστός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επήριστος — ἐπήριστος, ον (Μ) αυτός για τον οποίο αξίζει να ξεσπάσει έρις ή άμιλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εριστός (< ερίζω «φιλονεικώ»), το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
φιλέριστος — ον, Α φίλερις. επίρρ... φιλερίστως Α με εριστική διάθεση, φιλεριστικῶς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐριστός «φιλόνεικος»] … Dictionary of Greek
ἐρισταί — ἐριστής wrangler masc nom/voc pl ἐριστός that may be contested fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστάς — ἐριστά̱ς , ἐριστής wrangler masc acc pl ἐριστά̱ς , ἐριστής wrangler masc nom sg (epic doric aeolic) ἐριστά̱ς , ἐριστός that may be contested fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριστήν — ἐριστής wrangler masc acc sg (attic epic ionic) ἐριστός that may be contested fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)