- ἀ-μέριστος
ἀ-μέριστος, ungetheilt, οὐσία Plat. Tim. 35 a; adv.; Plut.; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μέριστος, ungetheilt, οὐσία Plat. Tim. 35 a; adv.; Plut.; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεριστός — divided masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστός — ή, ό (ΑM μεριστός, ή, όν) [μερίζω] 1. αυτός που έχει διαιρεθεί, που έχει μοιραστεί 2. αυτός που μπορεί να διαιρεθεί, που υπόκειται σε διαίρεση, διαιρετός («μεριστὴ ἡ ψυχὴ ἢ ἀμερής», Αριστοτ.) αρχ. φρ. α) «μεριστὴ δημιουργία» η επιμέρους… … Dictionary of Greek
μεριστότερον — μεριστός divided adverbial comp μεριστός divided masc acc comp sg μεριστός divided neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστόν — μεριστός divided masc acc sg μεριστός divided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστοτάτῳ — μεριστός divided masc/neut dat superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστοῖς — μεριστός divided masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστοί — μεριστός divided masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστούς — μεριστός divided masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστᾶς — μεριστός divided fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστῆς — μεριστός divided fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεριστή — μεριστός divided fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)