ἀν-έραστος

ἀν-έραστος

ἀν-έραστος, 1) nicht geliebt, Luc. D. Mort. 6. – 2) nicht liebend, ohne Liebe, βίος Alph. 1 (XII, 18); Ζεύς Pallad. 3 (V, 257); ἀν. γίγνεσϑαί τινος, die Liebe zu Einem verlieren, Luc. merc. cond. 7; oft Plut.; lieblos, hart, superlat., Callim. 7 (XII, 148); Luc. Tim. 14 δεσπότης, unliebenswürdig; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐραστός — beloved masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἔραστος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εραστός — I Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου και οικονόμος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Διετέλεσε επίσκοπος της Πονεάδας. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Νοεμβρίου. II (4ος αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Οπαδός της Ακαδημίας,… …   Dictionary of Greek

  • ἐραστόν — ἐραστός beloved masc acc sg ἐραστός beloved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραστοί — ἐραστός beloved masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραστούς — ἐραστός beloved masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραστή — ἐραστός beloved fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραστῶς — ἐραστός beloved adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραστῷ — ἐραστός beloved masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραστότερα — ἐραστός beloved neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐράστου — Ἔραστος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”