- ὀξ-άλμη
ὀξ-άλμη, ἡ, eine Brühe von Essig und Salzwasser; Ar. Vesp. 331; Cratin. bei Ath. IX, 385 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀξ-άλμη, ἡ, eine Brühe von Essig und Salzwasser; Ar. Vesp. 331; Cratin. bei Ath. IX, 385 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλμη — άλμη, η και άρμη, η 1. το θαλασσινό νερό: Όλη τη μέρα τον έλουζε η άλμη της θάλασσας. 2. το λεπτό στρώμα αλατιού από την επαφή με τη θάλασσα: Ήταν θαλασσομάχος ψημένος από την άρμη. 3. διάλυμα αλατιού σε νερό για διατήρηση τροφίμων, σαλαμούρα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἅλμη — sea water fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἅ̱λμη , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἁλμάω become mildewed pres imperat act 2nd sg (doric) ἅ̱λμη , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλμῃ — ἅλμη sea water fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλμη — η (Α ἅλμη) (νεοελλ. και άρμη) 1. το θαλασσινό νερό, και ιδιαίτερα το νερό τής αλυκής, που έχει υποστεί μερική εξάτμιση 2. λεπτό στρώμα αλατιού που απομένει στο σώμα ή το έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού 3. νερό μέσα στο οποίο… … Dictionary of Greek
ἅλμηι — ἅλμῃ , ἅλμη sea water fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλμῶν — ἅλμη sea water fem gen pl ἁλμάω become mildewed pres part act masc voc sg ἁλμάω become mildewed pres part act neut nom/voc/acc sg ἁλμάω become mildewed pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἁλμάω become mildewed pres part act masc nom sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλμαις — ἅλμη sea water fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλμην — ἅλμη sea water fem acc sg (attic epic ionic) ἅ̱λμην , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) ἅ̱λμην , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἁλμάω become mildewed imperf ind act 3rd pl (epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅλμης — ἅλμη sea water fem gen sg (attic epic ionic) ἅ̱λμης , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἅ̱λμης , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 2nd sg (epic doric ionic aeolic) ἅ̱λμης , ἁλμάω become mildewed imperf ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
sal- — sal English meaning: salt; salty water Deutsche Übersetzung: ‘salz, Seesalz” Grammatical information: nom. sal , sal d , sal i, sal u; gen. sal n és Note: Root sal : salt; salty water derived from Root sū ro , sou ro : salty,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
άλμια — ἅλμια, τα (Α) [ἅλμη] αλμυρές ζωοτροφές, τροφές διατηρημένες στην άλμη … Dictionary of Greek