- ἀμάθητος
ἀμάθητος, Sp., dasselbe, Phryn. com. B. A. 79; γραμμάτων Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμάθητος, Sp., dasselbe, Phryn. com. B. A. 79; γραμμάτων Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀμάθητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμάθητος — η, ο (AM ἀμάθητος, ον) αυτός που αγνοεί κάτι, αμαθής, αδαής νεοελλ. 1. αυτός που δεν μελετήθηκε, που δεν τόν μελέτησε κανείς 2. αυτός που δεν εξασκήθηκε σε κάτι, ασυνήθιστος, άπειρος 3. απονήρευτος, αγνός 4. αυτός που δεν έγινε γνωστός, δεν… … Dictionary of Greek
αμάθητος — η, ο 1. άπειρος, ασυνήθιστος: Ήταν η καημένη αμάθητη από δουλειές. 2. αυτός τον οποίο δεν έμαθε κανείς, δε διδάχτηκε: Έχω ακόμη αμάθητη τη γεωγραφία μου. 3. αμάθευτος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμαθήτους — ἀμάθητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάθητα — ἀμάθητος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμάθητοι — ἀμάθητος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπαθος — η, ο 1. ο απαθής, όποιος δεν έπαθε κάτι 2. άπειρος, αμάθητος … Dictionary of Greek
ανεξάσκητος — η, ο αυτός που δεν εξασκήθηκε, δεν απέκτησε πείρα, αμάθητος … Dictionary of Greek
ασυνήθιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει συνηθίσει σε κάτι, ο αμάθητος 2. σπάνιος 3. ιδιόρρυθμος … Dictionary of Greek
άμαθος — η, ο 1. αμάθητος (βλ. λ.). 2. αμαθής (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)