ἀ-μάλακτος

ἀ-μάλακτος

ἀ-μάλακτος, unerweichlich, hart, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μαλακτός — that can be softened masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακτός — ή, ό (AM μαλακτός, ή, όν, Μ και μαλαχτός, ή, όν) [μαλάσσω] αυτός που μπορεί να μαλαχθεί, να μαλακώσει, εύπλαστος νεοελλ. (μεταλργ.) αυτός που μπορεί εύκολα να υποστεί κατεργασία με σφυρηλάτηση ή με έλαση. επίρρ... μαλακτά (Μ) ήρεμα, με ήπιο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • μαλακτά — μαλακτός that can be softened neut nom/voc/acc pl μαλακτά̱ , μαλακτός that can be softened fem nom/voc/acc dual μαλακτά̱ , μαλακτός that can be softened fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακτῶν — μαλακτός that can be softened fem gen pl μαλακτός that can be softened masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακτόν — μαλακτός that can be softened masc acc sg μαλακτός that can be softened neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακτοῖς — μαλακτός that can be softened masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακτοῦ — μαλακτός that can be softened masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακτιάνω — και μαλακτιαίνω και μαλακτιαινίσκω (Μ) 1. μαλακώνω, απαλύνω 2. κατευνάζω, καταπραΰνω 3. γίνομαι μαλακός, απαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαλακτιάνω < μαλακτός + κατάλ. ιάνω. Το ρ. μαλακτιαίνω < μαλακτός + κατάλ. ιαίνω (πρβλ. υγιαίνω), ενώ το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • ευμάλακτος — η, ο (ΑΜ εὐμάλακτος, ον) αυτός που μαλάσσεται, που ζυμώνεται εύκολα, εύπλαστος, ευκολοζύμωτος, μαλακός, απαλός («τὰ εὐμάλακτα σχοινία», Λυκόφρ.) (κατά το ΕΜ) (για τα σύμφωνα) υγρός. επίρρ... ευμαλάκτως (ΑΜ εὐμαλάκτως) εύπλαστα, απαλά. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μαλακτικός — και μαλαχτικός, ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακτικός, ή, όν) [μαλακτός] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει 2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («λόγους ψυχῆς μαλακτικούς», Κ. Μανασσ.) νεοελλ. (αισθητ.) γενικός χαρακτηρισμός συστατικών τών… …   Dictionary of Greek

  • μαλακτοσύνη — μαλακτοσύνη, ἡ (Μ) [μαλακτός] μαλακότητα, ηπιότητα στον χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”