- ἀν-άλιστος
ἀν-άλιστος, ungesalzen, Plut.; Tim. Phlias.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-άλιστος, ungesalzen, Plut.; Tim. Phlias.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλιστος — ἅλιστος, ον (Α) ο ἄλλιστος* … Dictionary of Greek
αλιστός — ἁλιστός, ή, όν (AM) [ἁλίζω ΙΙ] αυτός που διατηρείται μέσα σε άλμη, αλατιστός, αλίπαστος … Dictionary of Greek
ἄλιστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιστά — ἁλιστός salted neut nom/voc/acc pl ἁλιστά̱ , ἁλιστός salted fem nom/voc/acc dual ἁλιστά̱ , ἁλιστός salted fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιστῶν — ἁλιστός salted fem gen pl ἁλιστός salted masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιστόν — ἁλιστός salted masc acc sg ἁλιστός salted neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιστοῦ — ἁλιστός salted masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄλιστοι — ἄλιστος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… … Dictionary of Greek
ανάλιστος — η, ο (Α ἀνάλιστος, ον) αναλάτιστος, ανάλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἁλιστός (< ἁλίζω) «αλατιστός»] … Dictionary of Greek