- ἀνάλιπος
ἀνάλιπος (dor. für ἀνήλιπος, v. ἦλιψ), unbeschuht, Theocr. 4, 56 (nicht aus πούς u. ἑλίσσω zsgstzt).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνάλιπος (dor. für ἀνήλιπος, v. ἦλιψ), unbeschuht, Theocr. 4, 56 (nicht aus πούς u. ἑλίσσω zsgstzt).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνάλιπος — barefoot masc/fem nom sg ἀνά̱λιπος , ἀνήλιπος barefoot masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)