- ἀνά-θεσις
ἀνά-θεσις, ἡ, 1) das Aufstellen, von Weihgeschenken in Tempeln, ἀνδριάντων, Inscr.; τρίποδος, σκευῆς, Lys. 21, 3. 4; Plut. – 2) das Aufschieben, Verzögern, Herodian. 7, 4 τριῶν ἡμερῶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνά-θεσις, ἡ, 1) das Aufstellen, von Weihgeschenken in Tempeln, ἀνδριάντων, Inscr.; τρίποδος, σκευῆς, Lys. 21, 3. 4; Plut. – 2) das Aufschieben, Verzögern, Herodian. 7, 4 τριῶν ἡμερῶν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος ή γνώμη για κάποιο θέμα. (Moυσ.) Όρος της αρχαίας και της σύγχρονης μετρικής και μουσικής. Στη μετρική, θ. ονομάζεται το ισχυρό μέρος του μέτρου, το οποίο τονίζεται, σε αντίθεση με το ασθενές που δεν τονίζεται και… … Dictionary of Greek
dhē-2 — dhē 2 English meaning: to put, place Deutsche Übersetzung: ‘setzen, stellen, legen” Material: O.Ind. dádhüti, Av. daδüiti “ he places “, O.Pers. Impf. sg. adadü “ he has installed “, O.Ind. Aor.á dhü m “I placed”, Med. 3. sg.… … Proto-Indo-European etymological dictionary
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek