- ἀ-μάραντος
ἀ-μάραντος, unverwelklich, N. T., daher eine nicht welkende Blume, Amarante.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μάραντος, unverwelklich, N. T., daher eine nicht welkende Blume, Amarante.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Μαράντος, Σταμάτης — (Αθήνα 1918 – 1977). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε επαγγελματικά ως δημοσιογράφος και μεταφραστής και συνεργάστηκε με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά κυρίως ως βιβλιοκριτικός … Dictionary of Greek
ημιμάραντος — ἡμιμάραντος, ον (Α) σχεδόν μαραμένος, μισομαραμένος, μισόξερος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + μαραντος (< μαραίνω), πρβλ. α μάραντος] … Dictionary of Greek
ταχυμάραντος — ό, ἡ, Μ αυτός που μαραίνεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + μάραντος (< μαραίνω), πρβλ. ἀ μάραντος] … Dictionary of Greek
μαραγγιάζω — και μαραγκιάζω 1. (για φυτά, άνθη και καρπούς) μαραίνομαι, ξεραίνομαι, χάνω τη θαλερότητα και τη φρεσκάδα μου 2. μτφ. χάνω την ευρωστία, τη ζωτικότητά μου, γερνώ 3. μαραίνω, ξεραίνω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μαραντιάζω < *μαραντός < μαραίνω,… … Dictionary of Greek
μαραγγιώ — μαραγγιῶ, άω (Μ) (για τη φωτιά) φθίνω, σβήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαραντιῶ < *μαραντός < μαραίνω (πρβλ. μαραγγιάζω)] … Dictionary of Greek