- ἀ-βάρβαρος
ἀ-βάρβαρος, nicht barbarisch, Sonh. fr. 336, bei Poll. 9, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-βάρβαρος, nicht barbarisch, Sonh. fr. 336, bei Poll. 9, 49.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βάρβαρος — barbarous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρβαρος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαΐου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, πιθανώς μαζί με τους Αλέξανδρο, Ακόλουθο και Μάξιμο. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 3. Ο όσιος ο μυροβλήτης. Κατά τον… … Dictionary of Greek
βάρβαρος — η, ο 1. απολίτιστος, απαίδευτος: Λέγεται πως η τεχνολογία μπορεί να κάνει τους ανθρώπους βάρβαρους. 2. σκληρός, βίαιος: Φέρεται στους εργαζόμενους με πολύ βάρβαρο τρόπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαρβαρώτερον — βάρβαρος barbarous masc acc comp sg βάρβαρος barbarous neut nom/voc/acc comp sg βάρβαρος barbarous adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρωτάτων — βάρβαρος barbarous fem gen superl pl βάρβαρος barbarous masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρώτατα — βάρβαρος barbarous adverbial superl βάρβαρος barbarous neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρώτατον — βάρβαρος barbarous masc acc superl sg βάρβαρος barbarous neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβάρω — βάρβαρος barbarous masc/fem/neut nom/voc/acc dual βάρβαρος barbarous masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) βαρβαρόομαι pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) βαρβαρόομαι imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) βαρβαρόω make barbarous pres imperat act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβάρως — βάρβαρος barbarous adverbial βάρβαρος barbarous masc/fem acc pl (doric) βαρβαρόομαι imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) βαρβαρόω make barbarous imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάρβαρον — βάρβαρος barbarous masc/fem acc sg βάρβαρος barbarous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρβαρωτάτην — βάρβαρος barbarous fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)