- ἀ-μάργαρος
ἀ-μάργαρος, ohne Perlen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-μάργαρος, ohne Perlen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μάργαρος — pearl oyster masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάργαρος — ο και η (AM μάργαρος) 1. όστρακο το οποίο περιέχει μαργαριτάρι 2. συνεκδ. μαργαριτάρι («ἐφόρεσε καὶ στέφανον ἐκ λίθων καὶ μαργάρων», Διήγ. Αχιλλ.) νεοελλ. σκληρή, λευκή, στιλπνή και ιριδίζουσα ουσία η οποία καλύπτει την εσωτερική επιφάνεια… … Dictionary of Greek
μάργαρος — ο 1. σκληρή και στιλπνή ουσία που σχηματίζεται στην εσωτερική επιφάνεια του οστράκου μερικών στρειδιών και χρησιμοποιείται για την κατασκευή κουμπιών, λαβών μαχαιριών και διάφορων διακοσμήσεων. 2. μαργαριτάρι, σεντέφι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαργάρους — μάργαρος pearl oyster masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάργαρε — μάργαρος pearl oyster masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάργαροι — μάργαρος pearl oyster masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργαρένιος — ια, ο αυτός που είναι όμοιος με τον μάργαρο, αυτός που είναι στιλπνός όπως ο μάργαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργαρο / μάργαρος] … Dictionary of Greek
αμάργαρος — η, ο [μάργαρος] 1. αυτός που δεν έχει μαργαριτάρια 2. αστόλιστος, αδιακόσμητος, ακαλλώπιστος, απλός, ωραίος στην απλότητά του: «μόνη, αμάργαρος, ολόγυμνος, αυτάγγελτος, το καθαρόν τού ουρανού αναβαίνει η Αρετή» (Κάλβος, Προοίμιο Λύρας) … Dictionary of Greek
καταμάργαρος — καταμάργαρος, ον (Μ) γεμάτος μαργαριτάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μάργαρος «μαργαριτάρι»] … Dictionary of Greek
μάργαρο — το (Α μάργαρον) μαργαριτάρι νεοελλ. μαργαριταρόρριζα, μάργαρος, σεντέφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από μαργαρίτης με απλοποίηση (αποβολή) τού επιθήματος ίτης] … Dictionary of Greek
μαργάρεος — μαργάρεος, ὁ (Α) ο μαργαρίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάργαρος + επίθημα εος (πρβλ. μαρμάρ εος)] … Dictionary of Greek