ὀνάριον

ὀνάριον

ὀνάριον, τό, dim. von ὄνος, Eselein, Macho bei Ath. XIII, 582 c (v. 67).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ονάριον — ὀνάριον, τὸ (Α) [όνος] 1. μικρός όνος, γαιδουράκι 2. είδωλο, συν. χάλκινο, μικρού όνου («τὸ ὀνάριον τὸ χαλκοῡν, εἰ ἐπωλεῑτο δραχμῶν κδ, ἔκτοτε ἂν ἔπεμψά σοι», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • ὀνάριον — Vit.Aesop. Oxy. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀναρίοις — ὀνάριον Vit.Aesop. Oxy. neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀναρίου — ὀνάριον Vit.Aesop. Oxy. neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀναρίων — ὀνάριον Vit.Aesop. Oxy. neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀναρίῳ — ὀνάριον Vit.Aesop. Oxy. neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνάρια — ὀνάριον Vit.Aesop. Oxy. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οναρίδιον — ὀναρίδιον, τὸ (Α) [ονάριον] μικρός όνος, γαϊδουράκι …   Dictionary of Greek

  • όνος — ο (ΑΜ ὄνος, Α και ὄνος, ή) 1. λόγια ονομασία τού γαιδάρου 2. γένος ψαριών, αλλ. ονίσκος 3. στον πληθ. ως κύριο όν. Όνοι αστρον. δύο αστέρες που ανήκουν στον αστερισμό τού Καρκίνου 4. φρ. α) «όνου σκιά» καθετί το ανύπαρκτο ή ευτελές και ασήμαντο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”