μάρτυρος — masc nom sg μάρτυς witness masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρτυρος — (I) μάρτυρος, ὁ (ΑM) βλ. μάρτυρας. (II) ο κοινή ονομασία τού πτηνού τρίνγχη η κοινή … Dictionary of Greek
μαρτύρου — μάρτυρος masc gen sg μαρτύ̱ρου , μαρτύρομαι call to witness pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μαρτύ̱ρου , μαρτύρομαι call to witness imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαρτύρων — μάρτυρος masc gen pl μάρτυς witness masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρτυρε — μάρτυρος masc voc sg μάρτυς witness masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρτυροι — μάρτυρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρτυρον — μάρτυρος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
επιμάρτυρος — ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α) εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.) 2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du … Wikipedia
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia