ἀ-μάρτυρος

ἀ-μάρτυρος

ἀ-μάρτυρος, nicht durch Zeugen bestätigt, von Proceßsachen, ἀμ. πρᾶγμα ἔχειν Aesch. 1, 92; πρᾶξις ἀμάρτυρος γέγονε Dem. 34, 38; δύναμις, unbezeugt, Thuc. 2, 41; N. T. – Adv. ἀμαρτύρως ποιεῖν, ohne Zeugen thun, Dem. 30, 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μάρτυρος — masc nom sg μάρτυς witness masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρτυρος — (I) μάρτυρος, ὁ (ΑM) βλ. μάρτυρας. (II) ο κοινή ονομασία τού πτηνού τρίνγχη η κοινή …   Dictionary of Greek

  • μαρτύρου — μάρτυρος masc gen sg μαρτύ̱ρου , μαρτύρομαι call to witness pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μαρτύ̱ρου , μαρτύρομαι call to witness imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαρτύρων — μάρτυρος masc gen pl μάρτυς witness masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρτυρε — μάρτυρος masc voc sg μάρτυς witness masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρτυροι — μάρτυρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρτυρον — μάρτυρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • επιμάρτυρος — ἐπιμάρτυρος, ὁ (Α) εκείνος που καλείται ή μπορεί να κληθεί να επιμαρτυρήσει, να επιβεβαιώσει τους όρκους συνθήκης («Ζεὺς δ’ ἄμμ’ ἐπιμάρτυρος ἔστω», Ομ. Ιλ.) 2. αστρολ. αυτός που προσδιορίζει τη θέση ενός αστεριού για τη μαντεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • Walls of Constantinople — Istanbul, Turkey Map showing Constantinople and its walls du …   Wikipedia

  • Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”