- ἀν-άρτυτος
ἀν-άρτυτος, nicht zubereitet, von Speisen, ungewürzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-άρτυτος, nicht zubereitet, von Speisen, ungewürzt, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀρτυτῶν — ἀρτυτός seasoned fem gen pl ἀρτυτός seasoned masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτυτόν — ἀρτυτός seasoned masc acc sg ἀρτυτός seasoned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτυτοῖς — ἀρτυτός seasoned masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτυτή — ἀρτυτός seasoned fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτυτήν — ἀρτυτός seasoned fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάρτυτος — ον, ΜΑ παρασκευασμένος με πολλά καρυκεύματα, πικάντικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀρτυτός (< ἀρτύω «καρυκεύω»), πρβλ. ευ άρτυτος] … Dictionary of Greek
ευάρτυτος — εὐάρτυτος, ον (ΑΜ) (για φαγητά) αυτός που έχει παρασκευαστεί καλά («εὐάρτυτον χοιρίον», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ «καλώς» + αρτυτός (< αρτύω)] … Dictionary of Greek
ευεξάρτυτος — εὐεξάρτυτος, ον (Α) αυτός που εύκολα μπορεί να παρασκευαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εξ αρτυτός (< εξ αρτύω «εξοπλίζω»)] … Dictionary of Greek
ἀρτυτάς — ἀρτυτά̱ς , ἀρτυτός seasoned fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)