- ἀν-οίδησις
ἀν-οίδησις, ἡ, das Aufschwellen, Arist. H. A. 6. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-οίδησις, ἡ, das Aufschwellen, Arist. H. A. 6. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίδησις — οἴδησις, ἡ (ΑΜ) όγκωση, φούσκωμα αρχ. 1. μτφ. ψυχικός αναβρασμός («οἴδησις τῶν θυμουμένων», Πλάτ.) 2. η νόσος υδρωπικία … Dictionary of Greek
οἴδησις — swelling fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδήσει — οἴδησις swelling fem nom/voc/acc dual (attic epic) οἰδήσεϊ , οἴδησις swelling fem dat sg (epic) οἴδησις swelling fem dat sg (attic ionic) οἰδάω swell aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) οἰδάω swell fut ind mid 2nd sg (attic ionic) οἰδάω swell… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδήσεις — οἴδησις swelling fem nom/voc pl (attic epic) οἴδησις swelling fem nom/acc pl (attic) οἰδάω swell aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) οἰδάω swell fut ind act 2nd sg (attic ionic) οἰδέω swell aor subj act 2nd sg (epic) οἰδέω swell fut ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἴδησιν — οἴδησις swelling fem acc sg οἰδάω swell pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίονθος — ἴονθος, ὁ (Α) 1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν» 3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῡ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού … Dictionary of Greek
οἰδήσεως — οἰδήσεω̆ς , οἴδησις swelling fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰδήσῃ — οἰδήσηι , οἴδησις swelling fem dat sg (epic) οἰδάω swell aor subj mid 2nd sg (attic ionic) οἰδάω swell aor subj act 3rd sg (attic ionic) οἰδάω swell fut ind mid 2nd sg (attic ionic) οἰδέω swell aor subj mid 2nd sg οἰδέω swell aor subj act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)