ἀν-οίκητος

ἀν-οίκητος

ἀν-οίκητος, unbewohnt; doch scheint ἀοίκητος die vorzüglichere Form. S. Lob. Phryn. p. 731.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οικητός — οἰκητός, ή, όν, θηλ. και ός (Α) [οικώ] 1. κατοικημένος (α. «ὁ τόπος... ἐστὶ μὴν οἰκητός», Σοφ. β. «οἰκητὸς (αὐλή) ἀράχναις μόναις», Φιλόστρ.) 2. κατοικήσιμος («ἐὰν δὲ τις ἀποδῶται οἰκίαν οἰκητήν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

  • οἰκητός — inhabited masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητόν — οἰκητός inhabited masc acc sg οἰκητός inhabited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητή — οἰκητός inhabited fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκατοίκητος — εὐκατοίκητος, ον (Α) ο κατάλληλος για ενοίκηση, για κατοίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ οικητος (< κατ οικώ), πρβλ. α κατ οίκητος, πετρο κατ οίκητος] …   Dictionary of Greek

  • μονοίκητος — μονοίκητος, ον (Α) αυτός που κατοικείται από έναν μόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + οἰκητός < οἰκῶ (πρβλ. ευ οίκητος, ναυσ οίκητος)] …   Dictionary of Greek

  • οἰκητά — οἰκητά̱ , οἰκητής dweller masc nom/voc/acc dual οἰκητής dweller masc voc sg οἰκητής dweller masc nom sg (epic) οἰκητός inhabited neut nom/voc/acc pl οἰκητά̱ , οἰκητός inhabited fem nom/voc/acc dual οἰκητά̱ , οἰκητός inhabited fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ՄԱՐԴԱՇԷՆ — ( ) NBH 2 0221 Chronological Sequence: Early classical ա. οἱκητός habitabilis. Շէ՛ն մարդկամբ. մարդաբնակ. *Յամենայն մարդաշէն տեղիս հասանել պատմել զզօրութիւն մեծութեանցն աստուծոյ. ՟Բ. Մակ. ՟Թ. 17 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • οἰκηταῖς — οἰκητής dweller masc dat pl οἰκητός inhabited fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκηταί — οἰκητής dweller masc nom/voc pl οἰκητός inhabited fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκητοῦ — οἰκητής dweller masc gen sg οἰκητός inhabited masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”