ὀνομάτιον

ὀνομάτιον

ὀνομάτιον, τό, dim. von ὄνομα, kleiner Name, Wörtchen, Longin.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ονομάτιον — ὀνομάτιον, τὸ (Α) [όνομα] (υποκορ. τού όνομα) λεξίδιο …   Dictionary of Greek

  • ὀνοματίοις — ὀνομάτιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀνομάτια — ὀνομάτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”