- ὀνο-βάτις
ὀνο-βάτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Plut. Qu. graec. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνο-βάτις, ιδος, ἡ, fem. zum Vorigen, Plut. Qu. graec. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονοβάτις — ὀνοβάτις, ἡ (Α) γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι αυτό καθισμένη πάνω σε όνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + βάτις (θηλ. τ. τού βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθο βάτις] … Dictionary of Greek