- ὀνο-βάτης
ὀνο-βάτης, ὁ, den Esel besteigend, reitend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀνο-βάτης, ὁ, den Esel besteigend, reitend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ονοβατώ — ὀνοβατῶ, έω (Α) 1. ενεργώ ώστε ο ονος να βατεύσει θηλυκό όνο 2. (για όνο) βατεύω θηλυκό όνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + βατῶ (< βάτης < βαίνω), πρβλ. ορει βατώ] … Dictionary of Greek
ιπποβάτης — ἱπποβάτης, o (A) 1. αναβάτης ίππου, ιππέας, έφιππος 2. (για ίππο ή όνο) βαρβάτος, επιβήτορας, βατευτής, οχευτής («ἵπποις καὶ ὄνοις τοῑς ἱπποβάτοις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βάτης (< βαίνω), πρβλ. κυνο βάτης, τεθριππο βάτης] … Dictionary of Greek
ονοβάτις — ὀνοβάτις, ἡ (Α) γυναίκα που υπέπεσε σε μοιχεία και διαπομπεύεται γι αυτό καθισμένη πάνω σε όνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + βάτις (θηλ. τ. τού βάτης < βαίνω), πρβλ. ακανθο βάτις] … Dictionary of Greek