- ἀν-οικής
ἀν-οικής, ές (ἔοικα), unwahrscheinlich, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀν-οικής, ές (ἔοικα), unwahrscheinlich, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οἰκῇς — οἰκέω inhabit pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)