- ἀνθεινὀς
ἀνθεινὀς, = ἀνϑινός, D. Sic. 4, 4; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀνθεινὀς, = ἀνϑινός, D. Sic. 4, 4; Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανθεινός — ἀνθεινός, ή, όν (Α) ανθινός, άνθινος* … Dictionary of Greek
ἀνθεινός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεινῶν — ἀνθεινός fem gen pl ἀνθεινός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθειναῖς — ἀνθεινός fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεινούς — ἀνθεινός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεινήν — ἀνθεινός fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεινάς — ἀνθεινά̱ς , ἀνθεινός fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)